- ἐπομφάλιον
- ἐπομφάλιοςon the navelmasc acc sgἐπομφάλιοςon the navelneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επομφάλιος — α, ο (AM ἐπομφάλιος, ον) αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται επάνω στον ομφαλό αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στον ομφαλό τής ασπίδας («βάλεν Αἴαντος δεινόν σάκος ἑπταβόειον μέσσον ἐπομφάλιον» Ομ. Ιλ.) 2. (για σύκα) αυτός που έχει μίσχο όμοιο με … Dictionary of Greek